πρυτανικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρυτανικός < ελληνιστική κοινή πρῠτᾰνῐκός < αρχαία ελληνική πρύτανις
Επίθετο επεξεργασία
πρυτανικός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πρύτανης
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρυτανικός
|