Ετυμολογία

επεξεργασία
πρύτανις < πιθανον από το πρό + ἄνω ή από το επίρρημα προταινί

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρύτανις αρσενικό - στην αιολική πρότανις

  1. ηγεμόνας, αρχηγός, πρόεδρος
    • καίπερ ...αἰκιζομένου, χρείαν ἕξει μακάρων πρύτανις.. (αν και βασανίζομαι, θα έρθει η ώρα που θα με χρειαστεί ο Πρύτανις των μακάρων (Προμ. Δεσμώτης Αισχ. 170, απόδοση Ι. Γρυπάρη)
  2. ο άριστος στο είδος του
    • Ἡρόδοτον . . ἱστορίης πρύτανιν
  3. στην Αθήνα, τίτλος 50 βουλευτών (του 1/10 των 500)
    • εἶτα δέ μοι τοὺς πρυτάνεις κάλει τοὺς τότε πρυτανεύσαντας (στη συνέχεια θα ζητήσω να καλέσουν τους πρυτάνεις που τότε πρυτάνευαν) (Ανδοκίδης Μυστ. 1.46)
  4. στην Μίλητο, ο αρχιερέας
  5. σε διάφορες ελληνόφωνες περιοχές τίτλος δημοτικών αρχών
  • Εν.: πρύτανις, πρυτάνεως, πρυτάνει, πρύτανιν, πρύτανι
  • Πλ.: πρυτάνεις, πρυτάνεων, πρυτάνεσι, πρυτάνεις, πρυτάνεις

Συγγενικά

επεξεργασία