πρυτανεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρυτανεύω < αρχαία ελληνική πρυτανεύω
Ρήμα
επεξεργασίαπρυτανεύω
- επικρατώ, κυριαρχώ
- Πρέπει να πρυτανεύσει η λογική
- είμαι πρύτανης σε ένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, ασκώ τα καθήκοντα του πρύτανη
- (μεταφορικά) κάνω τον πρόεδρο ή συντονιστή, προεδρεύω
- ασκώ καθήκοντα πρύτανη στην αρχαία ελληνική Βουλή για περίπου 35 ημέρες (στην αρχαιότητα)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διοικώ ΑΕΙ ή προεδρεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρυτανεύω < πρύτανις
Ρήμα
επεξεργασίαπρυτανεύω απαντάται και βρυτανεύω
- ανήκω στο σώμα των πρυτάνεων της Αθηναϊκής Βουλής
- καὶ ἔτυχεν ἡμῶν ἡ φυλὴ Ἀντιοχὶς πρυτανεύουσα ὅτε ὑμεῖς.... τότ᾽ ἐγὼ μόνος τῶν πρυτάνεων ἠναντιώθην... (και έτυχε τότε να πρυτανεύει η φυλή μου, η Αντιοχίς όταν εσείς... τότε εγώ ήμουν ο μόνος πρύτανις που εναντιώθηκα...) (Πλ. Απολογία 32b)
- είμαι αρχιερέας ή ανήκω σε κάποιο σώμα της δημοτικής αρχής (σε διάφορες περιοχές πλην της Αθήνας)
- κυριαρχώ, εισηγούμαι, έχω την πρωτοβουλία για κάτι, την ιδέα, υποκινώ, κάνω πρόταση για κάτι, θέτω την πρόταση σε ψηφοφορία ή την υποστηρίζω με διάφορα μέσα, κατευθύνω, ρυθμίζω, αποφασίζω
- φανήσεται δ᾽ ὁ μὲν πρυτανεύσας ταῦτα καὶ πείσας Μαύσωλος, φίλος εἶναι φάσκων Ῥοδίων... (θα αποδειχτεί ομως ότι εκείνος που τα υποκινησε όλα αυτά, ο Μαύσωλος, ενώ παρίστανε των φίλο των Ροδίων..) (Δημοσθ. Ροδ. 153)
- οὐ καὶ τοῦ πολέμου κύριος ἐγένετο, καὶ τὴν εἰρήνην ἐπρυτάνευσε (σάμπως αυτός δεν αποφάσισε το ζήτημα του πολέμου, κι αυτός πάλι δεν ήταν που έθεσε τους όρους της ειρήνης;) (Ισοκρ. Πανηγ. 4 121)
- το παθητικό (πρυτανεύομαι): υπάγομαι στις αποφάσεις άλλων, με καθοδηγούν, κυβερνώμαι, διοικούμαι
- συστραφέντες δ᾽ ἄνθρωποι πολλοὶ καὶ χορηγὸν ἔχοντες Φίλιππον καὶ πρυτανευόμενοι ἀπάγουσι τὸν Εὐφραῖον εἰς τὸ δεσμωτήριον (τότε συμμάχησαν πολλοί με χορηγό το Φίλιππο και καθοδηγούμενοι, άρπαξαν τον Ευφραίο και τον έριξαν στη φυλακή) (Δημ. Φιλιπ.3, 9.60