↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιπρυτανεία οι αντιπρυτανείες
      γενική της αντιπρυτανείας των αντιπρυτανειών
    αιτιατική την αντιπρυτανεία τις αντιπρυτανείες
     κλητική αντιπρυτανεία αντιπρυτανείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιπρυτανεία < αντιπρύτανης + -εία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Ρrorektorat)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιπρυτανεία θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος αντιπρύτανης, το αξίωμα του αντιπρύτανη
  2. η χρονική περίοδος που κάποιος είναι αντιπρύτανης
  3. το γραφείο που εδρεύει ο αντιπρύτανης

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία