αντιπρυτανεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιπρυτανεία < αντιπρύτανης + -εία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Ρrorektorat)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιπρυτανεία θηλυκό
- το να είναι κάποιος αντιπρύτανης, το αξίωμα του αντιπρύτανη
- η χρονική περίοδος που κάποιος είναι αντιπρύτανης
- το γραφείο που εδρεύει ο αντιπρύτανης
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αντιπρύτανης και πρύτανης
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιπρυτανεία