αλεξιθυμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλεξιθυμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική alexithymia < γερμανική Alexithymie < αρχαία ελληνική ἀ- + λέξις + θυμός + -ία ή ἀλέξω + θυμός + -ία[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλεξιθυμία θηλυκό
- (ψυχιατρική) η δυσκολία κάποιων ανθρώπων στην κατανόηση και έκφραση των συναισθημάτων τους, η συναισθηματική απάθεια
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλεξιθυμία
|
- ↑ Η λέξη πρωτοδημιουργήθηκε από τους ψυχιάτρους John Case Nemiah και Πέτρο Σιφναίο στα 1973