αλεξιθυμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλεξιθυμικός < αλεξιθυμία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίααλεξιθυμικός
- (ψυχιατρική) που πάσχει από αλεξιθυμία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλεξιθυμικός
αλεξιθυμικός