Ετυμολογία

επεξεργασία
γνωμικός αόριστος < → δείτε τις λέξεις γνωμικός και αόριστος < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική gnomischer Aorist

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣno.miˈkos aˈo.ɾi.stos/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

γνωμικός αόριστος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία