γνωμικός αόριστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γνωμικός αόριστος < → δείτε τις λέξεις γνωμικός και αόριστος < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική gnomischer Aorist
Προφορά
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαγνωμικός αόριστος αρσενικό
- (γραμματική) αόριστος που δηλώνει μια γενική ή καθολικά αποδεκτή αλήθεια και χρησιμοποιείται αντί του ενεστώτα σε γνωμικά, παροιμίες ή εκφράσεις με καθολική ισχύ
- ↪ Παράδειγμα γνωμικού αόριστου: O τρελός είδε (=βλέπει) τον μεθυσμένο κι έφυγε (=φεύγει).
Μεταφράσεις
επεξεργασία γνωμικός αόριστος