Ετυμολογία

επεξεργασία
γνωμικός αόριστος <  δείτε τις λέξεις γνωμικός και αόριστος < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική gnomischer Aorist

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

γνωμικός αόριστος αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία