αλόη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλόη | οι | αλόες |
γενική | της | αλόης | των | αλοών |
αιτιατική | την | αλόη | τις | αλόες |
κλητική | αλόη | αλόες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλόη < ελληνιστική κοινή ἀλόη < εβραϊκή אהל (ʾāhāl) < ταμίλ அகில் (akil) < πρωτοδραβιδική *akiṛ- ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική aloès[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική aloe[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Αloe[1])
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈlo.i/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λό‐η
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλόη θηλυκό
- (φυτό) ποώδες εύχυμο φυτό με φαρμακευτικές και αρωματικές ιδιότητες
- υγρό με φαρμακευτικές και αρωματικές ιδιότητες που παράγεται από το φυτό αλόη