Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βοτουλισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βοτουλισμ
ός
οι
βοτουλισμ
οί
γενική
του
βοτουλισμ
ού
των
βοτουλισμ
ών
αιτιατική
τον
βοτουλισμ
ό
τους
βοτουλισμ
ούς
κλητική
βοτουλισμ
έ
βοτουλισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βοτουλισμός
<
αγγλική
botulism
<
γερμανική
Botulismus
<
λατινική
botulus
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βοτουλισμός
αρσενικό
(
ιατρική
) η
αλλαντίαση
Άλλες μορφές
επεξεργασία
βοτουλίωση
Συγγενικά
επεξεργασία
βοτουλινικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βοτουλισμός
→
δείτε
τη λέξη
αλλαντίαση