βοτουλινικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
βοτουλινικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με τον βοτουλισμό / βοτουλίωση / αλλαντίαση ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βοτουλισμός
βοτουλινικός