Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βοτουλινικός η βοτουλινική το βοτουλινικό
      γενική του βοτουλινικού της βοτουλινικής του βοτουλινικού
    αιτιατική τον βοτουλινικό τη βοτουλινική το βοτουλινικό
     κλητική βοτουλινικέ βοτουλινική βοτουλινικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βοτουλινικοί οι βοτουλινικές τα βοτουλινικά
      γενική των βοτουλινικών των βοτουλινικών των βοτουλινικών
    αιτιατική τους βοτουλινικούς τις βοτουλινικές τα βοτουλινικά
     κλητική βοτουλινικοί βοτουλινικές βοτουλινικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βοτουλινικός < αγγλική botulinic < botulism

  Επίθετο επεξεργασία

βοτουλινικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία