αυτιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτιστικός < αυτισμός + -ιστικός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική autistisch
Επίθετο
επεξεργασίααυτιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αυτισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτιστικός αρσενικό (θηλυκό: αυτιστική· ουδέτερο: αυτιστικό)
- αυτός που πάσχει από αυτισμό