Βαλπούργη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βαλπούργη | ||
γενική | της | Βαλπούργης | ||
αιτιατική | τη | Βαλπούργη | ||
κλητική | Βαλπούργη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βαλπούργη < (άμεσο δάνειο) γερμανική Waplurga + -η < παλαιά άνω γερμανική waltan (κανόνας) + burg (κάστρο)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒαλπούργη θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Βαλπούργη
|