αιθανάλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αιθανάλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ethanal < ethane < ethyl < γερμανική Ethyl < Ether < λατινική aetner < αρχαία ελληνική αἰθήρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίααιθανάλη θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- αιθανάλη στη Βικιπαίδεια