αταξικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αταξικός | η | αταξική | το | αταξικό |
γενική | του | αταξικού | της | αταξικής | του | αταξικού |
αιτιατική | τον | αταξικό | την | αταξική | το | αταξικό |
κλητική | αταξικέ | αταξική | αταξικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αταξικοί | οι | αταξικές | τα | αταξικά |
γενική | των | αταξικών | των | αταξικών | των | αταξικών |
αιτιατική | τους | αταξικούς | τις | αταξικές | τα | αταξικά |
κλητική | αταξικοί | αταξικές | αταξικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αταξικός < α- + ταξικός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική klassenlos
Επίθετο
επεξεργασίααταξικός, -ή, -ό
- ο χωρίς κοινωνικές τάξεις