ατοξικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ατοξικός | η | ατοξική | το | ατοξικό |
γενική | του | ατοξικού | της | ατοξικής | του | ατοξικού |
αιτιατική | τον | ατοξικό | την | ατοξική | το | ατοξικό |
κλητική | ατοξικέ | ατοξική | ατοξικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ατοξικοί | οι | ατοξικές | τα | ατοξικά |
γενική | των | ατοξικών | των | ατοξικών | των | ατοξικών |
αιτιατική | τους | ατοξικούς | τις | ατοξικές | τα | ατοξικά |
κλητική | ατοξικοί | ατοξικές | ατοξικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαατοξικός, -ή, -ό
- που δεν είναι τοξικός
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τόξο