Δείτε επίσης: ατοξικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιτοξικός η αντιτοξική το αντιτοξικό
      γενική του αντιτοξικού της αντιτοξικής του αντιτοξικού
    αιτιατική τον αντιτοξικό την αντιτοξική το αντιτοξικό
     κλητική αντιτοξικέ αντιτοξική αντιτοξικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιτοξικοί οι αντιτοξικές τα αντιτοξικά
      γενική των αντιτοξικών των αντιτοξικών των αντιτοξικών
    αιτιατική τους αντιτοξικούς τις αντιτοξικές τα αντιτοξικά
     κλητική αντιτοξικοί αντιτοξικές αντιτοξικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιτοξικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική antitoxique[1] < anti- + toxique < αρχαία ελληνική τοξικός < τόξον

  Επίθετο επεξεργασία

αντιτοξικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία