ακτίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακτίνη | οι | ακτίνες |
γενική | της | ακτίνης | των | ακτινών |
αιτιατική | την | ακτίνη | τις | ακτίνες |
κλητική | ακτίνη | ακτίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈkti.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κτί‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακτίνη θηλυκό
- (βιολογία) συσταλτή πρωτεΐνη που βρίσκεται στους μυς όλων των ζώων, από τα πρωτόζωα, τα σπονδυλωτά και στα μικρονήματα όλων των κυττάρων
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)