συσταλτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συσταλτός < (συστέλλω, συσταλ- + -τός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contractile [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.stalˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐σταλ‐τός
Επίθετο
επεξεργασίασυσταλτός, -ή, -ό
- που έχει την ιδιότητα να συστέλλεται, που μπορεί να μειώνει τις διαστάσεις του
Μεταφράσεις
επεξεργασία συσταλτός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συσταλτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας