Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συσταλτός η συσταλτή το συσταλτό
      γενική του συσταλτού της συσταλτής του συσταλτού
    αιτιατική τον συσταλτό τη συσταλτή το συσταλτό
     κλητική συσταλτέ συσταλτή συσταλτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συσταλτοί οι συσταλτές τα συσταλτά
      γενική των συσταλτών των συσταλτών των συσταλτών
    αιτιατική τους συσταλτούς τις συσταλτές τα συσταλτά
     κλητική συσταλτοί συσταλτές συσταλτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συσταλτός < (συστέλλω, συσταλ- + -τός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contractile [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.stalˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐σταλ‐τός

  Επίθετο επεξεργασία

συσταλτός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία