γαληνίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαληνίτης < (άμεσο δάνειο) γερμανική Galenit < λατινική galena < αρχαία ελληνική γαλήνη < γελάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵelh₂- (λάμπω, είμαι χαρούμενος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαληνίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό μετάλλευμα του μολύβδου (χημικός τύπος: PbS - θειούχος μόλυβδος)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γαλήνη
Δείτε επίσης
επεξεργασία- γαληνίτης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαληνίτης
|