↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσκληρυντικός η αποσκληρυντική το αποσκληρυντικό
      γενική του αποσκληρυντικού της αποσκληρυντικής του αποσκληρυντικού
    αιτιατική τον αποσκληρυντικό την αποσκληρυντική το αποσκληρυντικό
     κλητική αποσκληρυντικέ αποσκληρυντική αποσκληρυντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσκληρυντικοί οι αποσκληρυντικές τα αποσκληρυντικά
      γενική των αποσκληρυντικών των αποσκληρυντικών των αποσκληρυντικών
    αιτιατική τους αποσκληρυντικούς τις αποσκληρυντικές τα αποσκληρυντικά
     κλητική αποσκληρυντικοί αποσκληρυντικές αποσκληρυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποσκληρυντικός < αποσκληρύνω + -τικός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Εnthärtungsmittel

  Επίθετο

επεξεργασία

αποσκληρυντικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την αποσκλήρυνση (του νερού), αναφέρεται σ' αυτή ή συμβάλλει σ' αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αποσκληρυντικά
  3. (ουσιαστικοποιημένο) αποσκληρυντικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία