Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευρετική οι ευρετικές
      γενική της ευρετικής των ευρετικών
    αιτιατική την ευρετική τις ευρετικές
     κλητική ευρετική ευρετικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευρετική < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ευρετικός < αρχαία ελληνική εὑρετικός (1.(μεταφραστικό δάνειο) γερμανική heuristisch) (2.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική heuristic)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευρετική θηλυκό

  1. η αναζήτηση, εύρεση και συγκέντρωση ιστορικών ή άλλων πηγών, προκειμένου να μελετήσουμε κάποιο ζήτημα
  2. (μαθηματικά) μέθοδος ή αλγόριθμος που συμβάλλει στην γρήγορη λύση ενός προβλήματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η λύση είναι η βέλτιστη δυνατή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ευρετική