ευρετικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευρετικός < αρχαία ελληνική εὑρετικός (3.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική heuristic)
Επίθετο επεξεργασία
ευρετικός
- που μπορεί να βρίσκει κάτι (νέο ή πρωτότυπο ή να το επινοεί)
- (ουσιαστικοποιημένο) ευρετική
- (μαθηματικά) που συμβάλλει στην γρήγορη λύση ενός προβλήματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η λύση είναι η βέλτιστη δυνατή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βρίσκω
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Heuristic στην αγγλική Βικιπαίδεια