Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκαουλάιτερ < γερμανική gauleiter (προφέρεται γκάουλαϊτερ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκαουλάιτερ αρσενικό άκλιτο, πληθυντικός γκαουλάιτερς

  1. ο εξαρτημένος χωροδεσπότης γερμανικής περιοχής κατά τον μεσαίωνα
  2. στη ναζιστική Γερμανία ο κομματικός περιφερειάρχης που διοριζόταν από τον Αδόλφο Χίτλερ
  3. (μεταφορικά) (πολιτική): ο ξενόδουλος πολιτικός, ή ο κομματικά διορισμένος πρόεδρος δημόσιου ή ιδιωτικού φορέα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία