αδενίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αδενίνη | οι | αδενίνες |
γενική | της | αδενίνης | των | αδενινών |
αιτιατική | την | αδενίνη | τις | αδενίνες |
κλητική | αδενίνη | αδενίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αδενίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Adenin < αρχαία ελληνική ἀδήν
Ουσιαστικό
επεξεργασίααδενίνη θηλυκό
- (βιολογία, βιοχημεία) οργανική βάση (C5H5N5) που ταιριάζει με τη θυμίνη στο DNA και με την ουρακίλη στο RNA
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- αδενίνη στη Βικιπαίδεια