ουρακίλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουρακίλη | οι | ουρακίλες |
γενική | της | ουρακίλης | των | (ουρακιλών) |
αιτιατική | την | ουρακίλη | τις | ουρακίλες |
κλητική | ουρακίλη | ουρακίλες | ||
Συνήωθς στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουρακίλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουρακίλη θηλυκό στον ενικό
- (γενετική, βιολογία) η απομεθυλιωμένη μορφή της θυμίνης του DNA
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ουρακίλη στη Βικιπαίδεια