Γνεύσιος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γνεύσιος οι γνεύσιοι
      γενική του γνεύσιου
& γνευσίου
των γνεύσιων
& γνευσίων
    αιτιατική τον γνεύσιο τους γνεύσιους
& γνευσίους
     κλητική γνεύσιε γνεύσιοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γνεύσιος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία