↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άστριος οι άστριοι
      γενική του άστριου
αστρίου
των άστριων
αστρίων
    αιτιατική τον άστριο τους άστριους
αστρίους
     κλητική άστριε άστριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κρύσταλλοι αστρίου

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άστριος < αρχαία ελληνική ἄστριος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

άστριος αρσενικό

  • (γεωλογία) ομάδα διαφόρων τηκτοπυριτικών ορυκτών με διάφορη σύσταση (πυρίτιο, άργιλος κ.λπ.), που διακρίνεται σε δύο υποομάδες: Τους αλκαλιούχους αστρίους και τα πλαγιόκλαστα
    Μια νέα έρευνα έρχεται να επιβεβαιώσει προηγούμενα ευρήματα που δείχνουν ότι η «μαγική» πέτρα που αναφέρεται στους σκανδιναβικούς μύθους ότι καθοδηγούσε τους Βίκινγκ στα ταξίδια τους είναι υπαρκτή. Πρόκειται για τον καλσίτη (ή άστριο) έναν κρύσταλλο που γίνεται φωτεινός ανάλογα με την θέση του Ήλιου και λειτουργούσε έτσι σαν πυξίδα για τους ναυτικούς. (*)
    Η εταιρεία καλύπτει τις ανάγκες της ελληνικής βιομηχανίας ειδών υγιεινής, πλακιδίων, γυαλιού, πορσελάνης και εξειδικευμένων δομικών υλικών σε άστριο και χαλαζία και παράλληλα πραγματοποιεί εξαγωγές. (*)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία