Ετυμολογία

επεξεργασία
βερμούτ < (λόγιο δάνειο) γαλλική vermouth < γερμανική Wermut (φυτό άψινθος) [1] < κελτικής προέλευσης[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /veɾˈmut/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βερ‐μούτ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βερμούτ ουδέτερο άκλιτο

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. βερμούτ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.