αιθέριος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αιθέριος < νεότερη ελληνική "αιθέρας" < αρχαία ελληνικά "αιθήρ" (-έρος) = τα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αιθέριος
- που βρίσκεται ψηλά, που αναφέρεται στους αιθέρες
- (μεταφορικά) αγγελικός, αέρινος, όμορφος
- αιθέρια ύπαρξη
- πτητικός, εξατμιζόμενος