Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιθέριο έλαιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Πολυλεκτικός όρος
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αιθέριο έλαιο
<
αιθέριος
+
έλαιο
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
αιθέριο έλαιο
ουδέτερο
πτητικό
αρωματικό
έλαιο
που απομονώνεται από
φυτό
μέσω
απόσταξης
ή άλλων μεθόδων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιθέριο έλαιο
γαλλικά
:
huile
(fr)
essentielle
(fr)