↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μοσχοκάρυδο τα μοσχοκάρυδα
      γενική του μοσχοκάρυδου των μοσχοκάρυδων
    αιτιατική το μοσχοκάρυδο τα μοσχοκάρυδα
     κλητική μοσχοκάρυδο μοσχοκάρυδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
'Ατριφτο μοσχοκάρυδο.
 
Τριμμένο μοσχοκάρυδο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μοσχοκάρυδο < μοσχο- + καρύδα + -ο [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μοσχοκάρυδο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία