• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μοσκοκάρυδο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μοσκοκάρυδο τα μοσκοκάρυδα
      γενική του μοσκοκάρυδου των μοσκοκάρυδων
    αιτιατική το μοσκοκάρυδο τα μοσκοκάρυδα
     κλητική μοσκοκάρυδο μοσκοκάρυδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μοσκοκάρυδο ουδέτερο

→ δείτε τη λέξη  μοσχοκάρυδο

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • μοσκοκαρυδιά
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μοσκοκάρυδο&oldid=5568456"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Ιουνίου 2022, στις 16:04

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Ιουνίου 2022, στις 16:04.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie