Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μοσκοκάρυδο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μοσκοκάρυδ
ο
τα
μοσκοκάρυδ
α
γενική
του
μοσκοκάρυδ
ου
των
μοσκοκάρυδ
ων
αιτιατική
το
μοσκοκάρυδ
ο
τα
μοσκοκάρυδ
α
κλητική
μοσκοκάρυδ
ο
μοσκοκάρυδ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
μοσκοκάρυδο
ουδέτερο
→
δείτε
τη λέξη
μοσχοκάρυδο
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
μοσκοκαρυδιά