• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μοσκοκαρυδιά

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοσκοκαρυδιά οι μοσκοκαρυδιές
      γενική της μοσκοκαρυδιάς των μοσκοκαρυδιών
    αιτιατική τη μοσκοκαρυδιά τις μοσκοκαρυδιές
     κλητική μοσκοκαρυδιά μοσκοκαρυδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μοσκοκαρυδιά θηλυκό

  • (λαϊκότροπο) → δείτε τη λέξη  μοσχοκαρυδιά

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • μοσκοκάρυδο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μοσκοκαρυδιά&oldid=5559152"
Τελευταία επεξεργασία στις 23 Απριλίου 2022, στις 16:21
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 23 Απριλίου 2022, στις 16:21.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie