↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοσχοκαρυδιά οι μοσχοκαρυδιές
      γενική της μοσχοκαρυδιάς των μοσχοκαρυδιών
    αιτιατική τη μοσχοκαρυδιά τις μοσχοκαρυδιές
     κλητική μοσχοκαρυδιά μοσχοκαρυδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μοσχοκαρυδιά < μοσχοκάρυδ(ο) + -ιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μοσχοκαρυδιά θηλυκό

(δέντρο) αειθαλές δέντρο (του είδους Myristica fragrans) με ωοειδή ή λογχοειδή φύλλα και κίτρινα άνθη· από τους σπόρους του παράγεται το μπαχαρικό μοσχοκάρυδο

Ταυτόσημο

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία