ηδύποτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ηδύποτο | τα | ηδύποτα |
γενική | του | ηδύποτου | των | ηδύποτων |
αιτιατική | το | ηδύποτο | τα | ηδύποτα |
κλητική | ηδύποτο | ηδύποτα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ηδύποτο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ηδύποτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἡδύποτον, ουδέτερο του ἡδύποτος < ἡδύς (ηδύ-) + πότος (< πίνω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈði.po.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐δύ‐πο‐το
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηδύποτο ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ηδύποτο
→ δείτε τη λέξη λικέρ |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαηδύποτο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ηδύποτος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ηδύποτος
Πηγές
επεξεργασία- ηδύποτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ηδύποτο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)