Δείτε επίσης: ηδύποτο

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἡδύποτος τὸ ἡδύποτον
      γενική τοῦ/τῆς ἡδυπότου τοῦ ἡδυπότου
      δοτική τῷ/τῇ ἡδυπότ τῷ ἡδυπότ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἡδύποτον τὸ ἡδύποτον
     κλητική ! ἡδύποτε ἡδύποτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἡδύποτοι τὰ ἡδύποτ
      γενική τῶν ἡδυπότων τῶν ἡδυπότων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἡδυπότοις τοῖς ἡδυπότοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἡδυπότους τὰ ἡδύποτ
     κλητική ! ἡδύποτοι ἡδύποτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἡδυπότω τὼ ἡδυπότω
      γεν-δοτ τοῖν ἡδυπότοιν τοῖν ἡδυπότοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἡδύποτος < ἡδύ- + -ποτος

  Επίθετο επεξεργασία

ἡδύποτος, -ος, -ον

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία