Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκεστάπο < (άμεσο δάνειο) γερμανική Gestapo

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɟeˈsta.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκε‐στά‐πο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκεστάπο θηλυκό άκλιτο

  1. (ιστορία) η «Μυστική Κρατική Αστυνομία» της Ναζιστικής Γερμανίας
  2. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός για πρόσωπο που είναι αυταρχικό, που θέλει να ελέγχει ή να γνωρίζει τα πάντα
    ο αδελφός της είναι σωστή γκεστάπο, δεν μπορεί να το κουνήσει ρούπι από το σπίτι χωρίς αυτός να το μάθει

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία