Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρούπι τα ρούπια
      γενική του ρουπιού των ρουπιών
    αιτιατική το ρούπι τα ρούπια
     κλητική ρούπι ρούπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρούπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική urup

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρούπι ουδέτερο

Εκφράσεις επεξεργασία

  • δεν κάνω ρούπι, δεν το κουνάω ρούπι: είμαι αμετακίνητος στις απόψεις μου ή δεν πρόκειται να μετακινηθώ από εδώ που είμαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία