Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Δείτε επίσης: Δελφινάριο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δελφινάριο τα δελφινάρια
      γενική του δελφινάριου των δελφινάριων
    αιτιατική το δελφινάριο τα δελφινάρια
     κλητική δελφινάριο δελφινάρια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δελφινάριο < (άμεσο δάνειο) γερμανική Delphinarium < Delphin (δελφίνι) + Aquarium (ενυδρείο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δελφινάριο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία