δελφινάριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δελφινάριο < (άμεσο δάνειο) γερμανική Delphinarium < Delphin (δελφίνι) + Aquarium (ενυδρείο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδελφινάριο ουδέτερο
- ειδικά διαμορφωμένος χώρος με μεγάλες δεξαμενές, που παρουσιάζονται παραστάσεις με εκπαιδευμένα δελφίνια
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δελφίνι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δελφινάριο