αντιπυρίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αντιπυρίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική, παρωχημένο) παλαιό φάρμακο, που παρασκευάστηκε το 1887 από το Γερμανό χημικό Λούντβιχ Κνορ (Ludwig Knorr), με αντιφλεγμονώδη, αναλγητική και αντιπυρετική δράση (σημερινή ονομασία: Phenazone)
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντιπυρίνη
Πηγές
επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .