αντιφλεγμονώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιφλεγμονώδης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααντιφλεγμονώδης -ης -ες
- που καταπολεμά τις φλεγμονές
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντιφλεγμονώδης
αντιφλεγμονώδης -ης -ες