↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιφλεγμονώδης η αντιφλεγμονώδης το αντιφλεγμονώδες
      γενική του αντιφλεγμονώδους της αντιφλεγμονώδους του αντιφλεγμονώδους
    αιτιατική τον αντιφλεγμονώδη την αντιφλεγμονώδη το αντιφλεγμονώδες
     κλητική αντιφλεγμονώδη(ς) αντιφλεγμονώδης αντιφλεγμονώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιφλεγμονώδεις οι αντιφλεγμονώδεις τα αντιφλεγμονώδη
      γενική των αντιφλεγμονωδών των αντιφλεγμονωδών των αντιφλεγμονωδών
    αιτιατική τους αντιφλεγμονώδεις τις αντιφλεγμονώδεις τα αντιφλεγμονώδη
     κλητική αντιφλεγμονώδεις αντιφλεγμονώδεις αντιφλεγμονώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιφλεγμονώδης < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιφλεγμονώδης -ης -ες

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία