Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιφλεγμονώδη < ουσιαστικοποιημένος πληθυντικός ουδετέρου του αντιφλεγμονώδης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιφλεγμονώδη ουδέτερο στον πληθυντικό

  • κατηγορία σκευασμάτων που καταπολεμούν τη φλεγμονή με διάφορους μηχανισμούς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία