αντένδειξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντένδειξη | οι | αντενδείξεις |
γενική | της | αντένδειξης* | των | αντενδείξεων |
αιτιατική | την | αντένδειξη | τις | αντενδείξεις |
κλητική | αντένδειξη | αντενδείξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντενδείξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααντένδειξη θηλυκό
- Η αντίθετη ένδειξη, αυτή δηλαδή που οδηγεί σε αντίθετα συμπεράσματα.
- Η περίσταση κατά την οποία δεν ενδείκνυται η χρησιμοποίηση κάποιου φαρμάκου.
- Πριν από τη χρήση, διαβάστε προσεκτικά τις αντενδείξεις.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντένδειξη