αναλγησίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναλγησίνη < ενδεχομένως άμεσο δάνειο από τη γαλλική analgésine.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Μορφολογικά αναλύεται σε αναλγησ(ία) + -ίνη
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναλγησίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική, σπάνιο, παρωχημένο) άλλη ονομασία του αντιπυρίνη[1]
- ※ Τη δεκαετία του 1880 εισάγεται στην κλινική πρακτική η αντιπυρίνη, που χορηγήθηκε τόσο κατά της δυσμηνόρροιας όσο και για την ανακούφιση από τις ωδίνες του τοκετού. Σε δημοσίευση στον Γαληνό, το έτος 1889, αναφέρεται ότι η αντιπυρίνη ή αναλγησίνη καταπραΰνει τις ωδίνες χωρίς να μειώνει την ένταση των συστολών της μήτρας
- Γ. Παπαθανάκος, Ε. Αρναούτογλου, Μ. Κορρέ & Γ. Παπαδόπουλος, «Η μαιευτική αναλγησία και αναισθησία το 19ο αιώνα στην Ελλάδα», Ελληνικό Περιοδικό Γυναικολογίας & Μαιευτικής 11:3 (2012), σ. 100.
- ※ Τη δεκαετία του 1880 εισάγεται στην κλινική πρακτική η αντιπυρίνη, που χορηγήθηκε τόσο κατά της δυσμηνόρροιας όσο και για την ανακούφιση από τις ωδίνες του τοκετού. Σε δημοσίευση στον Γαληνό, το έτος 1889, αναφέρεται ότι η αντιπυρίνη ή αναλγησίνη καταπραΰνει τις ωδίνες χωρίς να μειώνει την ένταση των συστολών της μήτρας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναλγησίνη
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 264.