Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναλγησίνη οι αναλγησίνες
      γενική της αναλγησίνης των αναλγησινών
αναλγησίνων
    αιτιατική την αναλγησίνη τις αναλγησίνες
     κλητική αναλγησίνη αναλγησίνες
Κατηγορία όπως «ασπιρίνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναλγησίνη < ενδεχομένως άμεσο δάνειο από τη γαλλική analgésine.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Μορφολογικά αναλύεται σε αναλγησ(ία) + -ίνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναλγησίνη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 264.