Λείπουν ακόμα 832 ορισμοί. * Ποσοστό πληρότητας: -8220%

ανακατωμένος αναπυρωμένος αναστηλωμένος αναστομωμένος αναστυλωμένος ανατυπωμένος ανδρειωμένος ανδρωμένος ανορθωμένος ανταμωμένος αντιστυλωμένος αντρωμένος ανυψωμένος αξιωμένος απαξιωμένος απασβεστωμένος απαυτωμένος απελευθερωμένος απλωμένος αποβλακωμένος αποβουτυρωμένος απογειωμένος απογυμνωμένος αποδελτιωμένος αποδιαρθρωμένος αποδιοργανωμένος αποδυναμωμένος αποζημιωμένος αποθαλασσωμένος αποθεωμένος αποθηριωμένος αποκαμωμένος αποκληρωμένος αποκλιμακωμένος αποκορυφωμένος αποσκελετωμένος αποσκληρωμένος αποστεγνωμένος αποστεωμένος αποσωμένος αποχαλινωμένος αποψιλωμένος αραιωμένος αρθρωμένος αρματωμένος αροτριωμένος ασβεστωμένος ασημωμένος ασταρωμένος αστεριωμένος αστερωμένος ασφαλτοστρωμένος ασφαλτωμένος ατσαλωμένος αυλακωμένος αυξομειωμένος αφιερωμένος αφοσιωμένος αφυδατωμένος

δαγκωμένος δεντρωμένος δεξιωμένος δηλωμένος διαβεβαιωμένος διαβρωμένος διαδηλωμένος διακριβωμένος διαμορφωμένος διαρθρωμένος διασταυρωμένος διαστρεβλωμένος διατρανωμένος διατυπωμένος διεκπεραιωμένος δικαιωμένος δικτυωμένος διογκωμένος διοργανωμένος διορθωμένος διπλαρωμένος διπλοκλειδωμένος διπλωμένος δολωμένος δυναμωμένος

εγκαρδιωμένος εγκολπωμένος εδραιωμένος εκδηλωμένος εκθαμβωμένος εκκενωμένος εκμισθωμένος εκπληρωμένος εκριζωμένος εκτονωμένος εκτυπωμένος εκτυφλωμένος εκφορτωμένος εκχερσωμένος ελαττωμένος ελαφρωμένος ελευθερωμένος εμπεριστατωμένος εμφιαλωμένος εμψυχωμένος ενανθρακωμένος εναντιωμένος ενδυναμωμένος ενηλικιωμένος ενημερωμένος ενθυλακωμένος ενορχηστρωμένος ενσαρκωμένος ενσφηνωμένος ενσωματωμένος εντυπωμένος ενυδατωμένος ενωμένος εξαγριωμένος εξαερωμένος εξαθλιωμένος εξακριβωμένος εξαπλωμένος εξαργυρωμένος εξαρθρωμένος εξαϋλωμένος εξαχρειωμένος εξηκριβωμένος εξημερωμένος εξιλεωμένος εξυψωμένος επανορθωμένος επαργυρωμένος επιβεβαιωμένος επιδεινωμένος επιδιορθωμένος επικαρπωμένος επικεντρωμένος επιπεδωμένος επιστρωμένος επουλωμένος ερημωμένος ερρωμένος εφυαλωμένος

ηλικιωμένος ημερωμένος ηνωμένος

θαλασσωμένος θαμβωμένος θαμπωμένος θανατωμένος θεμελιωμένος θεριακωμένος θηλυκωμένος θολωμένος θυμωμένος

ιδρωμένος ιδωμένος ισιωμένος ισοπεδωμένος ισωμένος

καθηλωμένος καθιερωμένος καθοσιωμένος κακαρωμένος κακιωμένος κακοπληρωμένος κακοτυπωμένος καλιγωμένος καλοειπωμένος καλοπληρωμένος καλοστρωμένος καλουπωμένος καλοφαγωμένος καμακωμένος καμαρωμένος καμπυλωμένος καμωμένος καπακωμένος καπαρωμένος καπελωμένος καπιστρωμένος καρδαμωμένος καρικωμένος καρπαζωμένος καρπωμένος καρυδωμένος καρφωμένος καταβαραθρωμένος καταβοδωμένος καταγινωμένος κατακεραυνωμένος κατακυρωμένος καταλασπωμένος καταλερωμένος καταναλωμένος καταξιωμένος καταπλακωμένος καταπληγωμένος καταρρακωμένος κατασκηνωμένος κατασκοτωμένος κατασπιλωμένος καταστρωμένος κατατροπωμένος καταϋποχρεωμένος καταχρεωμένος καταχωμένος κεχαριτωμένος κηλιδωμένος κουκουλωμένος κρασωμένος

ματωμένος μειωμένος μεμονωμένος μισοτελειωμένος μορφωμένος μουντζουρωμένος μπαμπουλωμένος μυρωμένος

ξεγυμνωμένος ξεθεωμένος ξεριζωμένος ξεψαρωμένος

οργανωμένος

πεπυκνωμένος πεφυσιωμένος πιωμένος πωρωμένος

σαρακοφαγωμένος σημειωμένος σουρωμένος

χαριτωμένος

ψαρωμένος ψιλοκαμωμένος