Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μυρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μυρωμέν
ος
η
μυρωμέν
η
το
μυρωμέν
ο
γενική
του
μυρωμέν
ου
της
μυρωμέν
ης
του
μυρωμέν
ου
αιτιατική
τον
μυρωμέν
ο
τη
μυρωμέν
η
το
μυρωμέν
ο
κλητική
μυρωμέν
ε
μυρωμέν
η
μυρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μυρωμέν
οι
οι
μυρωμέν
ες
τα
μυρωμέν
α
γενική
των
μυρωμέν
ων
των
μυρωμέν
ων
των
μυρωμέν
ων
αιτιατική
τους
μυρωμέν
ους
τις
μυρωμέν
ες
τα
μυρωμέν
α
κλητική
μυρωμέν
οι
μυρωμέν
ες
μυρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μυρωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
μυρώνω
Μετοχή
επεξεργασία
μυρωμένος, -η, -ο
που έχει αλειφθεί με
μύρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μυρωμένος
αγγλικά
:
aromatic
(en)
,
fragrant
(en)
,
perfumed
(en)
,
sweet
(en)
γαλλικά
:
oint
(fr)