Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυρωμένος η μυρωμένη το μυρωμένο
      γενική του μυρωμένου της μυρωμένης του μυρωμένου
    αιτιατική τον μυρωμένο τη μυρωμένη το μυρωμένο
     κλητική μυρωμένε μυρωμένη μυρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυρωμένοι οι μυρωμένες τα μυρωμένα
      γενική των μυρωμένων των μυρωμένων των μυρωμένων
    αιτιατική τους μυρωμένους τις μυρωμένες τα μυρωμένα
     κλητική μυρωμένοι μυρωμένες μυρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μυρώνω

  Μετοχή επεξεργασία

μυρωμένος, -η, -ο

  • που έχει αλειφθεί με μύρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία