ξεγυμνωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεγυμνωμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασίαξεγυμνωμένος
- αυτός που του έχουν αφαιρέσει τα ενδύματα
- αυτός που έχει χάσει (ή που του έχουν κλέψει) κάτι προσωπικό, κάτι που του είναι ακριβό