Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αροτριωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αροτριωμέν
ος
η
αροτριωμέν
η
το
αροτριωμέν
ο
γενική
του
αροτριωμέν
ου
της
αροτριωμέν
ης
του
αροτριωμέν
ου
αιτιατική
τον
αροτριωμέν
ο
την
αροτριωμέν
η
το
αροτριωμέν
ο
κλητική
αροτριωμέν
ε
αροτριωμέν
η
αροτριωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αροτριωμέν
οι
οι
αροτριωμέν
ες
τα
αροτριωμέν
α
γενική
των
αροτριωμέν
ων
των
αροτριωμέν
ων
των
αροτριωμέν
ων
αιτιατική
τους
αροτριωμέν
ους
τις
αροτριωμέν
ες
τα
αροτριωμέν
α
κλητική
αροτριωμέν
οι
αροτριωμέν
ες
αροτριωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αροτριωμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αροτριώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αροτριωμένος