αροτριωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίααροτριωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αροτριωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αροτριωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αροτριωμένος