Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδωμένος η ιδωμένη το ιδωμένο
      γενική του ιδωμένου της ιδωμένης του ιδωμένου
    αιτιατική τον ιδωμένο την ιδωμένη το ιδωμένο
     κλητική ιδωμένε ιδωμένη ιδωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδωμένοι οι ιδωμένες τα ιδωμένα
      γενική των ιδωμένων των ιδωμένων των ιδωμένων
    αιτιατική τους ιδωμένους τις ιδωμένες τα ιδωμένα
     κλητική ιδωμένοι ιδωμένες ιδωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βλέπω

  Μετοχή επεξεργασία

ιδωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη βλέπω

  Μεταφράσεις επεξεργασία